Εκατό χρόνια μοναξιάς, το μέλλον που μας προσφέρει η «πολιτισμένη» δύση…

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Ίσως κάποιος να νομίσει ότι πρόκειται για υπερβολή, αλλά μάλλον για το ακριβώς  αντίθετο πρόκειται. Αναφέρομαι για το πως βλέπουμε, πως εξετάζουμε τον κόσμο και τους λαούς του Παγκόσμιου Νότου, που πριν πολλά χρόνια ονομάστηκε επίσημα από τον αυτοχαρακτηρισμένο «αναπτυγμένο» και «πολιτισμένο» κόσμο,  ως Τρίτος Κόσμος.

Όταν το 1982 απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Κολομβιανό σπουδαίο συγγραφέα, δημοσιογράφο και σεναριογράφο, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez, 6/3/1927-17/4/2014), έναν από τους μεγαλύτερους εκφραστές της ισπανικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τα μέλη της κριτικής επιτροπής όσο κι αν τον επαίνεσαν για το έργο του δεν τον καταλάβαιναν. Τον τίμησαν «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σε έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου» ανέφεραν στο αιτιολογικό της απονομής του βραβείου. Πραγματικά δεν τον καταλάβαιναν; Ναι, γιατί δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν. Τον είχαν διαβάσει και είχαν βεβαιωθεί ότι επιβράβευαν τις ιδιοφυείς μεταφορές που χρησιμοποιούσε στο κείμενο του και την αστείρευτη φαντασία του συγγραφέα. Ο Γκαρσία Μάρκες ο αγαπημένος «Γκαμπίτο» των Λατινοαμερικάνων, [γνωστός και για τη διάσημη συνέντευξη που του έδωσε ο υποδιοικητής Μάρκος (Rafael Sebastián Guillén Vicente) στις 25 Μάρτη 2001], διηγήθηκε λίγο αργότερα, πως προσπάθησε να εξηγήσει στους ξένους συναδέλφους του ότι στα βιβλία του δεν υπάρχει ούτε μία επινοημένη λέξη και ότι αυτά που περιγράφει είναι μια χλωμή αντανάκλαση της καθημερινής πραγματικότητας του Λατινοαμερικάνικου κόσμου, που είναι τελείως άγνωστος στους Ευρωπαίους αναγνώστες. Οι Ευρωπαίοι ακαδημαϊκοί και διανοητές γελούσαν και δεν καταλάβαιναν. Το «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς», από τα κύρια αριστουργήματα της λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα, είναι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα πορτρέτα ολόκληρου του πολιτισμού μας και της συνήθους κατάστασης μας σε αυτόν, όπου το κύριο υπόβαθρο είναι η νοσταλγία για την παιδική ηλικία, όπου παίζουν οι σκιές των παθών, των φόβων και των αποκαλύψεων μας. Το πολύχρωμο περιβάλλον της Καραϊβικής δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα καρύκευμα για το καθολικό και πανταχού παρόν. Ένας φαύλος κύκλος της ιστορίας, σαν μια σπείρα με σπασμένο νήμα.

Φυσικά οι διανοητές της Σουηδικής Ακαδημίας (Svenska Akademien), όπως και πολλοί αναγνώστες της λογοτεχνίας δεν κατάλαβαν γιατί στο τέλος των «εκατό χρόνων μοναξιάς» τα παιδιά γεννιούνται με ουρές γουρουνιών. Οι εξηγήσεις σαφώς δεν βρίσκονται στη λογοτεχνία ή την ποίηση, πόσο μάλλον στα μυαλά των 18 ακαδημαϊκών με τα ατσαλάκωτα φράκα και τις καλογυαλισμένες κορδέλες και κονκάρδες που κάνουν την απονομή. Όπως είπε και ο «Γκαμπίτο», το «Εκατό χρόνια μοναξιάς» είναι ένα φωτογραφικά ακριβές, ανελέητο πορτρέτο όχι μόνο της Κολομβίας ή της Λατινικής Αμερικής, αλλά ολόκληρου του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου». Ενός κόσμου φανταστικού, μαγικού! Μόλις φτάσει εκεί, ο «πολιτισμένος» τουρίστας, που ίσως να είναι και αναγνώστης του Μαρκές, μαγεύεται από την πανδαισία των φυσικών χρωμάτων, τον ερωτισμό των υγρών τροπικών νυχτών, τα απίστευτα τοπία, τις νέες γεύσεις που μαγεύουν τον πιο απαιτητικό ουρανίσκο και τους νέους ήχους με τα ιδιαίτερα ζεστά χαρακτηριστικά. Μαζί και δίπλα στην χλιδή των τουριστικών περιοχών (και την πεντάστερη πολυτέλεια που πλασάρει την επιτηδευμένη κομψότητα του «all inclusive» και που προσπαθεί να προσφέρει ασυνήθιστες εμπειρίες και αυθεντικές συνδέσεις με τον πολιτισμό του τόπου), βρίσκονται η καθημερινή βία, οι πόλεμοι, ο θάνατος, η εκμετάλλευση και ο αέναος φαύλος κύκλος του χρόνου. Αποτελούν για τον επισκέπτη ένα εξωτικό σκηνικό, σαν να βρίσκεται σε κινηματογραφική ταινία του Δρα Χένρι Γουάλτον «Ιντιάνα» Τζόουνς, σαν ένα ταξίδι στις φαβέλες, από το οποίο όμως μπορεί κανείς πάντα να επιστρέψει στην άνεση μιας προστατευμένης τουριστικής ζώνης ή να μεταφερθεί και να αφοσιωθεί στην περιγραφή μιας ερωτικής σκηνής στην επόμενη σελίδα του τουριστικού οδηγού…

Το «Εκατό χρόνια μοναξιάς» περιγράφει με τα περίτεχνα λιτά λόγια του «Γκαμπίτο» έναν κλειστό βρόγχο, έναν φαύλο κύκλο ενός ατελείωτου σπιράλ θανάτου, που έχει προγραμματιστεί και λειτουργεί για την πλειοψηφία της ανθρωπότητας. Ένα σπιράλ θανάτου όπου η βία έχει γίνει ένα περιζήτητο εξωτικό προϊόν για το Χόλιγουντ, που εξακολουθεί να γυρίζει ρομαντικές ταινίες για πόρνες, τολμηρούς εξερευνητές και εμπόρους ναρκωτικών, ενώ στην καθημερινή πραγματικότητα οι ηγέτες των αγροτών και των Ινδιάνων σφαγιάζονται σε βουνά και ζούγκλες μακριά από τον τουρισμό, όπου οι ενοχλητικοί κοινωνικοί ηγέτες, οι ακτιβιστές των ΜΚΟ και οι δημοσιογράφοι είναι μόνιμα «αγνοούμενοι». Εκεί όπου λειτουργούν μυστικά «σπίτια τεμαχισμού» που ειδικεύονται στον βασανισμό και τον διαμελισμό των θυμάτων. Εκεί στις απείρου φυσικού κάλους φολκλόρ χώρες, όπου στις πρωτεύουσες λειτουργούν οίκοι ανοχής με 7χρονα παιδιά και των δύο φύλων, που οι πελάτες αποκαλούν «μοσχάρια». Και αυτονόητα όλα υπό τον έλεγχο των στρατιωτικών και αστυνομικών αρχών. Εκεί όπου σε τεράστια ιδιωτικά κτήματα προσφέρουν σε πλούσιους τουρίστες το «κυνήγι» άστεγων παιδιών που έχουν συλληφθεί ειδικά για το υποσχόμενο και ακριβοπληρωμένο «μενού» κάθε είδους διαστροφής και βίτσιου. Ιδανικός τόπος και τρόπος για τη λειτουργία μιας άψογης μηχανής για την έγκαιρη καταστροφή κάθε φύτρου ελπίδας, κάθε αντίστασης κι εξέγερσης.

Αυτός είναι ο πραγματικός «τρίτος κόσμος» που προσφέρουν χωρίς δημοσιογραφικές υπερβολές. Ένας βρώμικος, σάπιος κόσμος, αόρατος από τα λογοτεχνικά καφενεία, τα γραφεία των πολιτικών ή τα στέκια των ακτιβιστών των παχυλά χρηματοδοτούμενων ΜΚΟ.

Αυτά είναι το μόνο πραγματικό μοντέλο του μέλλοντος που προσφέρουν οι «φίλοι» κι «εταίροι» από τον αναπτυγμένο δυτικό «πολιτισμένο κόσμο» όχι μόνο στην Ουκρανία και τις υπόλοιπες αποικίες από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, αλλά και σε όλους τους εκμεταλλευόμενους (που εξευμενιστικά τους αποκαλούν «μη έχοντες») σε κάθε γωνιά της γης.

Ας δούμε ένα παράδειγμα, όχι σε μια τριτοκοσμική χώρα, αλλά στη Γερμανία· βλέποντας την άλλη πλευρά της «αλληλεγγύης» προς τους πρόσφυγες από την Ουκρανία. Η Γερμανία είναι η νούμερο ένα χώρα προορισμού για την εμπορία ανθρώπων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκμεταλλεύονται την απόγνωση και την αγωνία των προσφύγων που φτάνουν στη χώρα. Πρόκειται για τα πιθανά θύματα εμπορίας ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση και την εξαναγκαστική πορνεία. Από την έναρξη του πολέμου το 2022, οι οίκοι ανοχής έχουν γεμίσει με Ουκρανές νέες κοπέλες. Έρχονται από συνθήκες πολέμου, κακουχιών και φυγής και τις απειλούν, τις ξυλοκοπούν, τις κλειδώνουν και τις ελέγχουν κρατώντας τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα και τις βάζουν στη «δουλειά». Αναβαθμίζοντας έτσι τις «υπηρεσίες» τους οι οίκοι ανοχής μπορούν να κερδίσουν επάξια την σφραγίδα πιστοποίησης από την αρμόδια ένωση Ομοσπονδιακή Ένωση Σεξουαλικών Υπηρεσιών (Bundesverband Sexuelle Dienstleistungen, BSD), που τους χορηγεί από ένα μέχρι και πέντε αστέρια (BSD-Gütessiegel). Συνολικά περίπου 28.280 εγγραφές ιερόδουλων σε 2.310 επιχειρήσεις πορνείας καταγράφηκαν στις διοικητικές αρχές σε εθνικό επίπεδο στο τέλος του 2022. Ωστόσο οι ειδικοί εμπειρογνώμονες για την εμπορία ανθρώπων στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) εκτιμούν ότι ο πραγματικός αριθμός ανέρχεται σε 250.000 άτομα που ασκούν πορνεία στη χώρα. Στο τέλος του 2024 υπολογίζουν ότι

ο αριθμός των γυναικών από την Ουκρανία που καταλήγουν σε αυτόν τον «τομέα των υπηρεσιών» αυξήθηκε κατακόρυφα, ώστε περισσότερο από το 50% των γυναικών που εκπορνεύονται είναι νεαρές Ουκρανές. Υπάρχουν οίκοι ανοχής με σχεδόν αποκλειστικά Ουκρανές γυναίκες. Σε αυτούς τους αριθμούς δεν συμπεριλαμβάνονται και οι Ουκρανές που «φιλοξενούνται» στο σπίτι φιλεύσπλαχνων Γερμανών, που τις παρέχουν στέγη με αντάλλαγμα όλες τις οικιακές εργασίες και σεξ. Κι αυτά γίνονται στην ατμομηχανή της πολιτισμένης Ευρώπης κι όχι σε μια αποικία της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής ή της Νότιας Ασίας.

Μετά το ευρωπαϊκό παράδειγμα, ας επιστρέψουμε στην απορία των Σουηδών ακαδημαϊκών για τα παιδιά με ουρά γουρουνιού, που γράφει ο Γκαρσία Μάρκες. Ολοφάνερα για όσους γνωρίζουν την πραγματικότητα του Λατινοαμερικανικού κόσμου, είναι το αποτέλεσμα της αιμομιξίας μιας βαθιά ρατσιστικής και ταξικής κοινωνίας, όπου η φαντασία και οι προβολές κατευθύνονται αποκλειστικά προς τα βδελύγματα και τις διαστροφές που διακηρύσσουν οι «προσωπικές ελευθερίες». Εκεί όπου η καθημερινότητα υπό τον ένοπλο έλεγχο της τοπικής ολιγαρχίας και των ένοπλων ομάδων της μαφίας, αλλά και των ξένων «αφεντάδων» είναι πάντα μια ιστορία αισχρής εκμετάλλευσης, καταστροφών, δολοφοριών, βιασμών και προσπάθεια διαγραφής της μνήμης. Πίσω από την πρόσοψη των παλατιών υπάρχει φτώχεια, εκμετάλλευση και στέρηση των δικαιωμάτων. Φυσικά, όλα αυτά, πίσω από ένα σύγχρονο γραφείο υποδοχής τουριστών και επενδυτών…