Ενώπιον των ευθυνών τους θέτουν τους αρμόδιους φορείς και την αστυνομία οι κάτοικοι της Καλαμαύκας Ιεράπετρας, που βλέπουν τις περιουσίες τους να καταστρέφονται από την ανεξέλεγκτη δράση «νταήδων» κτηνοτρόφων, οι οποίοι λυμαίνονται την περιοχή. Οι ζημιές πλέον ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, ενώ δε λείπουν και τα φαινόμενα εκφοβισμού εις βάρος της τοπικής κοινωνίας.
Το ζήτημα δεν είναι καινούργιο και είχε αναδειχτεί πριν από τέσσερα χρόνια από την «Εφ.Συν.» («Μάχες αγροτών με κτηνοτρόφους στα βουνά της Κρήτης» – 16.8.2018). Και τότε είχε επισημανθεί το καθεστώς ατιμωρησίας για την ανεξέλεγκτη βόσκηση, που αποτελεί πληγή για όλη την Κρήτη. Το 2020, για τον ίδιο λόγο σημειώθηκε και αιματηρό επεισόδιο, με έναν νεκρό, στον οικισμό Περάμπελα Λασιθίου.
Τα τελευταία 15 χρόνια έγιναν δεκάδες αναφορές από την τοπική κοινότητα Καλαμαύκας, τον Πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού, αλλά και από φορείς όπως η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία και άλλες περιβαλλοντικές οργανώσεις, που όμως δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ούτε καν η αναφορά του Συνηγόρου του Πολίτη, που εστάλη σε όλες τις αρμόδιες τοπικές αρχές και στο υπουργείο Περιβάλλοντος, προκάλεσε κάποια συγκεκριμένη ενέργεια. Τα αιγοπρόβατα πολλαπλασιάστηκαν και διαπιστώθηκαν πρακτικές εκφοβισμού των κατοίκων με κοπή δέντρων, σφαγή ζώων και καταστροφή των ελαστικών των αυτοκινήτων τους.
Για κάποιους αγρότες το κόστος είναι δυσβάσταχτο, όπως π.χ. για τις οικογένειες Μπιλανάκη, Γενειατάκη και Μαλλιωτάκη. Ένας εκ των ζημιωθέντων, ο Μανώλης Μαλλιωτάκης, τονίζει πως η ζημιά που έχει υποστεί ανέρχεται σε 30.000 ευρώ, ενώ καταγγέλλει πως ένας εκ των βοσκών τον απείλησε δημόσια και παρουσία της αστυνομίας, πως θα τον σκοτώσει, έχει προχωρήσει σε δολιοφθορές εις βάρος του αυτοκινήτου του ίδιου και της κόρης του. «Μια μέρα βρήκα κομμένες από τη ρίζα όλες τις ελιές μου και παραδέχτηκε ο ίδιος πως το έκανε. Στο δικαστήριο τελικά αθωώθηκε», λέει ο κ. Μαλλιωτάκης, συμπεραίνοντας ότι η αστυνομία και τα δικαστήρια δεν έδειξαν πραγματικό ενδιαφέρον για την τιμωρία των ενόχων.
Το ιστορικό
Η Καλαμαύκα είναι ένα ιστορικό ορεινό χωριό στον νομό Λασιθίου, χτισμένο σε μια περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, με τρεχούμενα νερά, ιδιαίτερο ανάγλυφο, σπήλαια, φαράγγια και εντυπωσιακούς γεωσχηματισμούς, που έχει χαρτογραφηθεί ως Περιοχή Ειδικής Προστασίας, ενώ θεωρείται οικότοπος Ειδικής Διατήρησης του Δικτύου Natura 2000. Μετά την καταστροφική φωτιά του 1994, η περιοχή κηρύχθηκε αναδασωτέα και απαγορεύτηκε η βόσκηση. Η προστασία κράτησε μόλις έξι χρόνια, καθώς το 2000 η Δασική Υπηρεσία ανέστειλε τον χαρακτηρισμό της περιοχής ως αναδασωτέας, χωρίς παράλληλα να ληφθεί μέριμνα για την ορθή διαχείρισή της. Με τον αποχαρακτηρισμό, επιτράπηκε η βόσκηση προβάτων, τα οποία έγιναν… αιγοπρόβατα ,με αυθαιρεσία των βοσκών και άρχισαν να βοσκούν ανεξέλεγκτα, εμποδίζοντας τη φυσική αναγέννηση του τοπίου.
Παράλληλα, άρχισαν να μπαίνουν ανεπιτήρητα σε καλλιεργημένες εκτάσεις (αμπέλια, λιόφυτα, σιτηρά, κηπευτικά) προκαλώντας τεράστιες ζημιές, ενώ η λειτουργία ποιμνιοστασίου μέσα στη λεκάνη απορροής του Καλαμαυκιανού ποταμού και η παρουσία των ζώων στις πηγές από όπου υδρεύεται και αρδεύεται η περιοχή, προκάλεσαν μόλυνση των νερών και καταγράφηκαν περιστατικά λοιμώξεων (γαστρεντερίτιδες κ.λπ.). Εξαιτίας της μόλυνσης και παρά την αντικατάσταση των σωληνώσεων υδροδότησης από τις πηγές ως το χωριό, οι ντόπιοι πίνουν μόνο εμφιαλωμένο νερό, ιδίως μετά τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές.
Για όλα αυτά, οι κάτοικοι ζητούν πλέον και νομικά δικαίωση, καλώντας την πολιτεία και τους αρμόδιους φορείς να υπερασπιστούν το δίκιο τους και να μη συναινούν στην ατιμωρησία των «νταήδων».